- στερέσιμος
- στερέσιμος, η, ον,A liable to be taken away, OGI515.29 (Mylasa, iii A.D.), Hierocl.Facet.246; -έσιμον, = commissum, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερέσιμος — liable to be taken away masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερέσιμος — η, ον, Α βλ. στερήσιμος … Dictionary of Greek
στερήσιμος — και στερέσιμος, ον, Α [στέρησις / στέρεσις] 1. αυτός που υπόκειται σε αφαίρεση, σε απόσπαση 2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να στερηθεί 3. (το ουδ. τού τ. στερέσιμος ως ουσ.) τὸ στερέσιμον πρόστιμο που επιβαλλόταν ως ποινή … Dictionary of Greek